μελανειμονώ

μελανειμονώ
(ε) уст. см. μαυροφορώ 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μελανειμονώ" в других словарях:

  • μελανειμονώ — (ΑM μελανειμονῶ, έω) [μελανείμων] φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ («τοὺς μὲν ἄνδρας μελανειμονεῑν καὶ μακροκομεῑν, τὰς δὲ γυναῑκας λευχειμονεῑν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • μελανειμονία — μελανειμονία, ἡ (Μ) [μελανειμονώ] το να φορά κάποιος μαύρα ενδύματα, η μαυροφορία …   Dictionary of Greek

  • μελανειμόνησις — μελανειμόνησις, ἡ (Μ) [μελανειμονώ] το να φορά κάποιος μαύρα ενδύματα, η μαυροφορία …   Dictionary of Greek

  • συμμελανειμονώ — έω, Μ φορώ κι εγώ μαύρα σε ένδειξη πένθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μελανειμονῶ «φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»